- μαρμαροφεγγής
- μαρμᾰροφεγγής, ές,A gleaming white, στόματος παῖδες, of the teeth, Tim.Pers.103.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαρμαροφεγγής — μαρμαροφεγγής, ές (Α) (ιδίως για τα δόντια) 1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο 2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῑδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο… … Dictionary of Greek
μαρμαροφεγγεῖς — μαρμαροφεγγής gleaming white masc/fem acc pl μαρμαροφεγγής gleaming white masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek